Η συλλογή ''Nostalgia'' φτιάχτηκε και είναι αφιερωμένη για τα παιδιά,τα οποία ζουν σε πεδία μάχης και είναι αναγκασμένα να βιώνουν καθημερινά τον τρόμο και την απανθρωπιά ενός πολέμου...
Κάθε απόγευμα ο νεαρός ψαράς έβγαινε στ’ ανοιχτά κι έριχνε τα δίχτυα του. Ένα απόγευμα έτυχε να πιαστεί στα δίχτυα του μια γοργόνα. Με αντάλλαγμα την ελευθερία της, η γοργόνα υπόσχεται να εμφανίζεται κάθε μέρα κοντά στη βάρκα του ψαρά και με το τραγούδι της να κάνει τα δίχτυα του να γεμίζουν ψάρια. Με τον καιρό ερωτεύονται και ο ψαράς αποφασίζει να ζήσουνε μαζί ευτυχισμένοι στα βάθη της θάλασσας.
Η γοργόνα όμως ανήκει στα ξωτικά της θάλασσας και τα στοιχειά της θάλασσας και των δασών δεν έχουν ψυχή. Για να ζήσουν μαζί στα βάθη της θάλασσας ο ψαράς πρέπει να αποχωριστεί την ψυχή του. Δεν ξέρει όμως με ποιό τρόπο να το κάνει. Αρχικά απευθύνεται στον εφημέριο της εκκλησίας, και έπειτα στους εμπόρους της αγοράς. Κανείς όμως δεν μπορεί να τον βοηθήσει, οπότε αποκαρδιωμένος απευθύνεται στη νεαρή μάγισσα του χωριού και την πείθει να του αποκαλύψει τον τρόπο.
[...] «Ας είναι, δικιά σου είναι η ψυχή και όχι δικιά μου. Καν’ την ό,τι θέλεις». Κι έβγαλε από το ζωνάρι της ένα μικρό μαχαίρι που είχε λαβή από δέρμα πράσινης οχιάς και του το έδωσε.
«Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν σκιά του σώματος δεν είναι η σκιά του σώματος, αλλά το σώμα της ψυχής. Στάσου στην ακροθαλασσιά με την πλάτη γυρισμένη στο φεγγάρι, κόψε γύρω από τα πόδια σου τη σκιά σου, που είναι το σώμα της ψυχής σου, και πρόσταξε την ψυχή σου να σε αφήσει και θα το κάνει».
Ο ψαράς έκανε όπως του έταξε η μάγισσα και η σκιά εμφανίστηκε μπροστά του. Στάθηκε μπροστά του και ήταν ολόιδια μ’ αυτόν. Τον παρακάλεσε να μην την αφήσει χωρίς καρδιά στο σκληρό κόσμο. Ο ψαράς της το αρνήθηκε και για να την παρηγορήσει συμφώνησε να συναντηθούν σε ένα χρόνο στην ίδια παραλία. Έτσι είπε και χάθηκε μέσα στη θάλασσα.
Η σκιά του απαρηγόρητη στράφηκε προς την Ανατολή, το βασίλειο της σοφίας, σκεπτόμενη ότι ο αφέντης της θα δεχτεί να την αφήσει να επιστρέψει πίσω στο σώμα του αν του χάριζε την αιώνια σοφία. Κι έχοντας αυτά κατά νου, κατάφερε με δόλιο τρόπο να κάνει δικό της το μυστικό της σοφίας. Έπειτα η ψυχή αναζήτησε τον πλούτο. Τον επόμενο χρόνο η ψυχή επέστρεψε τάζοντας στον ψαρά τα πλούτη και τη σοφία όλου του κόσμου παρακαλώντας τον να την αφήσει να επιστρέψει στο σώμα του, αλλά και πάλι δεν βρήκε ανταπόκριση. Τον επόμενο χρόνο η ψυχή περιπλανήθηκε στον κόσμο και το κενό της καρδιάς της γέμισε με μίσος και κακία. Αποφάσισε να εξαπατήσει το νεαρό ψαρά. Επέστρεψε στην παραλία και αυτή τη φορά του έταξε να τον πάει στη γειτονική πόλη να δούνε τον πιο μαγικό χορό από μια νεαρή χορεύτρια. Ο ψαράς που τόσο καιρό δίπλα στη γοργόνα του είχε ξεχάσει πως είναι να περπατάς και να αισθάνεσαι τη γη που πατάς, λύγισε και δέχτηκε την πρότασή της με τον όρο να ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του μετά από δυο μέρες. Έτσι την άφησε να επιστέψει στο σώμα του.
Όμως η σκιά δεν του αποκάλυψε ότι μια φορά στη ζωή του μπορεί κανείς αποχωριστεί την ψυχή του και ότι, αφού της επιτρέψει να γυρίσει στο σώμα του, δεν μπορεί να την αποχωριστεί ποτέ ξανά. Αγνοώντας την αλήθεια ο ψαράς περιπλανήθηκε μαζί της τρεις μέρες, διαπράττοντας πολλά αδικήματα. Αφού κατάλαβε την απάτη που του σκάρωσε η ψυχή του, την πρόσταξε να βγει από το σώμα του, αλλά μάταια.
Ανήμπορος να αποχωριστεί την ψυχή του, αποσύρεται σε μια παραλία, ώσπου μια μέρα το κύμα ξεβράζει το άψυχο σώμα της αγαπημένης του. Αφού δεν μπόρεσε να είναι μαζί της στη ζωή, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του και να ζήσει μαζί της στη αιωνιότητα.
Η σκιά δεν είναι η ελλειψη του φωτός, αλλά η συμπληρωματική ολοκλήρωσή του. (Γκαίτε)
Είμαστε η σκιά του εαυτού μας και θα υπάρχουμε όσο υπάρχει φως. (Λουίς Σεπούλβεδα)
Η σκιά στον πραγματικό κόσμο - σε αντίθεση με τον κόσμο του παραμυθιού, του μύθου και του θεάτρου σκιών, το οποίο συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση - εμφανίζεται ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας, μας ακολουθεί και αποδίδει πιστά την κάθε μας κίνηση. Γονείς της είναι η ύλη και το φώς.
Η σκιά, ένα στοιχείο άυλο αλλά υπαρκτό, έχει τη δύναμη να γεννάει μύθους συνεχίζοντας να εντυπωσιάζει μικρούς και μεγάλους. Η χρήση ενός στοιχείου τόσο αινιγματικού και μυστηριώδους, δίνει συμβολικές προεκτάσεις και ερμηνείες στο έργο του Oscar Wilde.
"Tο δωμάτιο ήταν επιπλωμένο με τον τρόπο που οι καθηγητές κι οι εκπαιδευτικοί επιπλώνουν τα σπίτια τους, δηλαδή κάτι ανάμεσα στο ΙΚΕΑ και το Σέτεσνταλ. Ο Ασμπιερνσεν και ο Μόε (το νορβηγικό αντίστοιχο των αδελφών Γκριμ) σε σκηνοθεσία Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Εντοιχισμένα ράφια σε λευκό χρώμα, έπιπλα από λευκό ξύλο, χειροποίητη ταπισερί στον τοίχο, μια συλλογή δίσκων από την εποχή της νιότης τους και μια επιλογή βιβλίων για τα γεράματά τους". (σελ 113-114)
"Επρόκειτο για έναν ισχυρό άντρα, και όχι μόνο μεταφορικά. τα χαρακτηριστικά του ήταν έντονα, παρόλο που η ευμάρεια και οι ακριβές διατροφικές συνήθειες είχαν αποθέσει στον λαιμό του ένα τέτοιο στρώμα λίπους που το δυνατό του κεφάλι έμοιαζε να αναπαύεται πάνω σε κάποιο μαξιλαράκι στο χρώμα της σάρκας." (σελ148)
THE sun had not yet risen. The sea was indistinguishable from the sky, except that the sea was slightly creased as if a cloth had wrinkles in it. Gradually as the sky whitened a dark line lay on the horizon dividing the sea from the sky and the grey cloth became barred with thick strokes moving, one after another, beneath the surface, following each other, pursuing each other, perpetually.
As they neared the shore each bar rose, heaped itself, broke and swept a thin veil of white water across the sand. The wave paused, and then drew out again, sighing like a sleeper whose breath comes and goes unconsciously. Gradually the dark bar on the horizon became clear as if the sediment in an old wine-bottle had sunk and left the glass green. Behind it, too, the sky cleared as if the white sediment there had sunk, or as if the arm of a woman couched beneath the horizon had raised a lamp and flat bars of white, green and yellow, spread across the sky like the blades of a fan. Then she raised her lamp higher and the air seemed to become fibrous and to tear away from the green surface flickering and flaming in red and yellow fibres like the smoky fire that roars from a bonfire. Gradually the fibres of the burning bonfire were fused into one haze, one incandescence which lifted the weight of the woollen grey sky on top of it and turned it to a million atoms of soft blue. The surface of the sea slowly became transparent and lay rippling and sparkling until the dark stripes were almost rubbed out. Slowly the arm that held the lamp raised it higher and then higher until a broad flame became visible; an arc of fire burnt on the rim of the horizon, and all round it the sea blazed gold.
The light struck upon the trees in the garden, making one leaf transparent and then another. One bird chirped high up; there was a pause; another chirped lower down. The sun sharpened the walls of the house, and rested like the tip of a fan upon a white blind and made a blue fingerprint of shadow under the leaf by the bedroom window. The blind stirred slightly, but all within was dim and unsubstantial. The birds sang their blank melody outside.
THE sun rose higher. Blue waves, green waves swept a quick fan over the beach, circling the spike of sea-holly and leaving shallow pools of light here and there on the sand. A faint black rim was left behind them. The rocks which had been misty and soft hardened and were marked with red clefts.
Sharp stripes of shadow lay on the grass, and the dew dancing on the tips of the flowers and leaves made the garden like a mosaic of single sparks not yet formed into one whole. The birds, whose breasts were specked canary and rose, now sang a strain or two together, wildly, like skaters rollicking arm-in- arm, and were suddenly silent, breaking asunder.
The sun laid broader blades upon the house. The light touched something green in the window corner and made it a lump of emerald, a cave of pure green like stoneless fruit. It sharpened the edges of chairs and tables and stitched white table-cloths with fine gold wires. As the light increased a bud here and there split asunder and shook out flowers, green veined and quivering, as if the effort of opening had set them rocking, and pealing a faint carillon as they beat their frail clappers against their white walls. Everything b came softly amorphous, as if the china of the plate flowed and the steel of the knife were liquid. Meanwhile the concussion of the waves breaking fell with muffled thuds, like logs falling, on the shore.
Στο έργο του Mark Granovetter (1973), «The strength of Weak Ties», American Journal of Sociologie, n° 78, συναντάμε τη θεωρία της δύναμης του αδύνατου κρίκου. Ο πρωτοπόρος αυτός Αμερικάνος κοινωνιολόγος ταξινόμησε τις διαπροσωπικές σχέσεις σε δεσμούς ισχυρούς και αδύνατους. Το κριτήριο της διάκρισης ποικίλει αλλά κατά βάση λαμβάνονται υπόψη τέσσερα κριτήρια: η συχνότητα των επαφών, ο συναισθηματικός δεσμός, η σημασία που έχει ο βαθμός της εξάρτησης και ο βαθμός της εχεμύθειας. Στη πλειονότητα των δικτύων διακρίνονται καθαρά οι ισχυροί και οι αδύναμοι δεσμοί. Όσο περισσότεροι είναι οι ισχυροί δεσμοί σε ένα δίκτυο τόσο περισσότερο αυτό έχει την τάση να είναι αλληλένδετο και κλειστό. Οι αδύναμοι κρίκοι είναι αυτοί που γίνονται γέφυρες που συνδέουν διαφορετικά δίκτυα μεταξύ τους και που μπορούν να μεταφέρουν πληροφορίες. Εφαρμόζοντας τη σχέση αυτή σε μία έρευνα[1] πάνω σε 300 στελέχη, τεχνικούς και επιχειρηματίες μίας περιοχής της Βοστόνης οι οποίοι είχαν προσφάτως αλλάξει δουλεία ο Granovetter απέδειξε ότι: 1) η πλειονότητα (56%) βρήκε την δουλεία της από τις προσωπικές σχέσεις, 2) μόνο το 16,7% βοηθήθηκε για την εύρεση της εργασίας από το στενό περιβάλλον, το 27,8% από πιο ευρύ κύκλο, ενώ το 55,6% από απλούς γνωστούς. Συμπερασματικά, οι αδύνατοι κρίκοι είναι πιο πιθανό να σε βοηθήσουν στην αναζήτηση της εργασίας σου. [1] Granovetter M., (1974), Getting a Job, Harvard University Press Το άρθρο δημοσιεύτηκε Τρίτη, Ιουλίου 24th, 2012 στις 08:13 στην κατηγορία κοινωνικά δίκτυα. via http://blogs.sch.gr/tgiakoum/archives/10829
Η Ψυχή, λιγωμένη, απομένει εκστατική να θαυμάζει για ώρα πολλή το απερίγραπτο κάλλος του θεϊκού προσώπου... Κοιτάζει το χρυσό κεφάλι με τα πλούσια μαλλιά, ποτισμένα με αμβροσία, τον λευκό λαιμό, τα κόκκινα μάγουλα όπου έχουν απομείνει μερικές μπούκλες σαν αστραφτερά δαχτυλίδια πιο λαμπερά κι από το φως του λύχνου. Στους ώμους του φτερωτού θεού μακριές φτερούγες, απαλές σαν τη δροσιά της αυγής, σπιθίζουν με τη λευκότητα λουλουδιού... Και πράγμα παράξενο, ενώ είναι ασάλευτες, το λεπτό και βελουδένιο χνούδι στις άκρες τους αδιάκοπα κι ανάλαφρα τρεμοπαίζει. Αλλά κι ολάκερο το κορμί είναι απαλό και θαμπωτικό, αντάξιο μιας μάνας σαν την Αφροδίτη. Στο κάτω μέρος του κρεβατιού είναι αφημένα τα βέλη, η φαρέτρα και το τόξο, τα πολύτιμα όπλα του μεγάλου θεού. Η Ψυχή περίεργη, αχόρταγη, τα περιεργάζεται, τα πασπατεύει και κυριεύεται από θαυμασμό γι' αυτά τα πολύτιμα όπλα που έχει ο άντρας της. Καθώς όμως τραβάει από τη φαρέτρα μια σαΐτα και κάνει να δοκιμάσει την κόψη στο δάχτυλό της, τρυπιέται και τότε άλικες χάντρες προβάλλουν στο δέρμα της. Κι έτσι η αγνή Ψυχή από μόνη της πληγώνεται από το βέλος του Έρωτα!
«Ερως και Ψυχή», σε απόδοση Ζωής Βαλάση (εκδόσεις Στεφανίδη), διανθισμένο από καλαίσθητες ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη.
Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της…
Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλ’ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ’χεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ.
Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά.
Εγώ δε θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.
Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ’χει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απ’ όπου θα ’τρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ’χει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απ’ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ’χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει, μ’ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της…
Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μ’ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απ’ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μ’ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ’θελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω.
Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είν’ όλοι τους γουρούνια, από ποιον ν’ αρχίσω και σε ποιον να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή… αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της που βγάζουν επίσημους λόγους σ’ επίσημες τελετές μπρος σ’ επίσημους μαχαιροβγάλτες…
Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ αρχίδια, μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, τη ζαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακό χρόνο να ’χει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απ’ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γι’ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια…
Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας… Μας τα πήρε όλ’ αυτή… Τι θα μείνει όμως απ’ αυτήν χωρίς εμάς;
Τι θα είν’ αυτή όταν δεν θα ’χει μείνει τίποτ’ από μας; Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα…
Νίκος Καββαδίας, Γυναίκα Στον Αντώνη Μωραΐτη Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα. Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία. Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα. Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει. Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι. Την τάβλα πάρε, τζόβεονο, να ξαναπάμε αρόδο. Ποιος σκύλας γιος μάς μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι, που γέροι και μικρά παιδιά μάς πήραν στο κορόιδο; Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα. Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα. Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες. Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες. Το τείχος περπατήσαμε μαζί με Σινικό. Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν. Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα. Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί. Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι. Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί μες στου Giorgione το αργαστήρι. Πέτρα θα τού 'ριξα και δεν με θέλει το ποτάμι. Τι σού 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει. Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι. Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει. Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα. Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω ώς να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα. Ινδικός Ωκεανός 1951 Από τη συλλογή Τραβέρσο (1975)
Among the dozens of Dickens publications connected with the bicentenary of the author’s birth on February 7, it is hard to imagine one more necessary than this, a one-volume, generously priced selection of his letters.
His letters were written without the help of any secretary or amanuensis and in the thick of one of the most active and productive lives on record, full of writing, editing, meddling, philanthropy, politics and performing, as well as the maintenance of a large and complex family life and many intense friendships. It was a phenomenal output, which he was the first to remark on, as he told John Forster, “whatever it is, it is always driving me, and I cannot help it”.
Dickens told one correspondent that the secret of his success had been simply to keep his eyes open, a disingenuously modest account.
«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας Είμαι επισκέπτης Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά κι έπειτα δεν μου ανήκει Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι" Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε Ότι δεν έχω καν όνομα Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω Ξεχάστε με στη θάλασσα Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».
(ανέκδοτο ποίημα του Θόδωρου Αγγελόπουλου γραμμένο το 1982 λίγο πριν από την έναρξη συγγραφής του σεναρίου της ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»)
Τη λίστα με τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011, που αφορούν τις εκδόσεις του 2010, συνοδεύει για πρώτη φορά φέτος το σκεπτικό βράβευσης της αρμόδιας επιτροπής για κάθε κατηγορία. Τη δημοσίευση του σκεπτικού επιτάσσει η νέα νομοθεσία που διέπει τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Ειδικότερα: το Βραβείο Μυθιστορήματος απονεμήθηκε ομόφωνα στον Θωμά Κοροβίνη για το έργο του με τίτλο «Ο γύρος του θανάτου». Οπως σημειώνεται στο σκεπτικό της επιτροπής, ο συγγραφέας χαρίζει ένα «περίτεχνο μυθιστόρημα κατευθείαν βγαλμένο από τα νεορεαλιστικά πλάνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και τις κοινωνικοπολιτικές της μεταλλάξεις». Στο βιβλίο ο συγγραφέας καταπιάνεται με την πολύκροτη υπόθεση Παγκρατίδη, του δήθεν «δράκου του Σέιχ Σου», και με αφορμή αυτή την ιστορία ξεδιπλώνει το τοπίο μιας Ελλάδας που ακροβατούσε «ανάμεσα σε λαϊκά είδωλα και καταπιεσμένες συνειδήσεις και που πάσχιζε να ανιχνεύσει έναν ιδιωτικό χώρο μακριά από το διαποτισμένο στα πολιτικά μίση και έριδες κοινωνικό τοπίο». "Εξπρές"
Ο Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος και λαϊκός τραγουδιστής, λογοτέχνης και μποέμης, «μπαγιάτης» και κοσμοπολίτης, πότε να βουτάει στη νοσταλγία των χαμένων πορνείων της Μπάρας και πότε να γράφει ποιήματα για τον Γιώργο Κούδα, πότε βουτώντας στις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του Δράκου του Σέιχ Σου δημιουργώντας το «Ο γύρος του θανάτου» το μυθιστορηματικό πλέγμα του βίου του Αριστείδη Παγκρατίδη.
«Το γεγονός ότι φέτος το βραβείο δίνεται σε ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει με σκοτεινή και ζοφερή υπόθεση της Θεσσαλονίκης με χαροποιεί. Περισσότερο γιατί στις μέρες μας πολλά μυστήρια συγκαλύπτονται ή επιλεκτικώς αποκαλύπτονται χωρίς ούτε η ατομική περίπτωση ούτε η κοινωνική συνείδηση να βρίσκουν δικαίωση», δήλωσε στο «Εθνος».
Τώρα που πιά δεν βλέπω όνειρα που βλέπω μόνο τα πράγματα της μέρας με τα κινούμενα χρώματά τους κι οι νύχτες περνούνε σκοτεινές ή γκρίζες το πολύ, επιθυμώ
τους σταθερά μαυρόασπρους εφιάλτες.